διιθύνω
From LSJ
English (LSJ)
direct by steering, εὐπλοΐην AP9.107 (Leon.(?)); τὸν πλοῦν Them.Or.4.50b, cf. Numen. ap. Eus.PE11.18.
Spanish (DGE)
(διῑθύνω)
capitanear, dirigir, pilotar διιθύνειν ἄτρομον εὐπλοΐην AP 9.107 (Leon.), cf. Them.Or.4.50b, Numen.18.3, διϊθύναι τὸν οἴακα Lyd.Mag.3.76, τὸ πᾶν por parte de Cristo, Cyr.Al.M.71.893C.
Russian (Dvoretsky)
διῑθύνω: (о корабле) направлять, устремлять (ἄτρομον εὐπλοΐην Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διιθύνω: διευθύνω, εὐπλοΐην Ἀνθ. Π. 9. 107· τὸν πλοῦν Θεμίστ. 50Β.
Greek Monolingual
διιθύνω (AM) ιθύνω
(για πλοία) κυβερνώ
μσν.
1. γεν. διευθύνω
2. (για χέρι) κατευθύνω, τεντώνω.
Greek Monotonic
διιθύνω: [ῡ], κατευθύνω, οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.