δικτυοθήρας
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
-ου, ὁ, net-fisher, Sch. Theoc.1.40.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, = δικτυβόλος, Schol. Theocr. 1, 40.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυοθήρας: ὁ, ὁ θηρεύων διὰ δικτύων, ἁλιεύς, Σχολ. Θεοκρ. 1. 40.
Greek Monolingual
δικτυοθήρας, ο (AM)
αυτός που κυνηγάει ζώα και πουλιά με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -θήρας < θήρα «κυνήγι» (πρβλ. ορνιθοθήρας, ορτυγοθήρας]