διφρίσκος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ, Dim. of δίφρος, Ar.Nu.31.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ trasportín para el conductor del carro Ar.Nu.31.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, dim. von δίφρος, Ar. Nubb. 31, kleiner Wagen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petit char.
Étymologie: δίφρος.
Russian (Dvoretsky)
διφρίσκος: ὁ маленькая колесница Arph.
Greek (Liddell-Scott)
διφρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ δίφρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 31.
Greek Monotonic
διφρίσκος: ὁ, υποκ. του δίφρος, σε Αριστοφ.