διχάς
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
διχάδος, ἡ, the half, middle, Arat.807.
Spanish (DGE)
(δῐχάς) -άδος, ἡ
1 la media luna ἀτὰρ πάλιν ἐκ διχομήνου ἐς διχάδα φθιμένην y, vuelta a empezar, desde la luna llena hasta la media luna menguante de señales que se producen según las fases de la luna, Arat.807, cf. 737, 809.
2 metrol. medida de dos palmos D.S.18.42, τῶν μέτρων εἴδη ... δ. Hero Geom.23.4.
German (Pape)
[Seite 646] άδος, ἡ, die Hälfte; Arat. 807. Bei Mathem. ein Längenmaaß, zwei παλαιστή enthaltend.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχάς: -άδος, ἡ, τὸ ἥμισυ, Ἄρατ. 807.
Greek Monolingual
διχάς, η (Α) δίχα
1. το μισό
2. μέτρο ίσο με δύο παλάμες, δηλ. μισό πόδι
3. το άνοιγμα του αντίχειρα και του δείκτη.