δολοποιός

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοποιός Medium diacritics: δολοποιός Low diacritics: δολοποιός Capitals: ΔΟΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: dolopoiós Transliteration B: dolopoios Transliteration C: dolopoios Beta Code: dolopoio/s

English (LSJ)

δολοποιόν, treacherous, ensnaring, ἀνάγκα S.Tr.832 (lyr.).

Spanish (DGE)

-όν
engañoso ἀνάγκα S.Tr.832, χεῖρες AJA 5.1889.46 (Pisidia, imper.).

German (Pape)

[Seite 655] Listen bereitend, listig, Soph. Tr. 829.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fabrique des ruses.
Étymologie: δόλος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

δολοποιός: Soph. = δολοπλόκος.

Greek (Liddell-Scott)

δολοποιός: -όν, κατασκευάζων δόλους, Σοφ. Τρ. 832.

Greek Monolingual

δολοποιός, -όν (Α)
δολοπλόκος.

Greek Monotonic

δολοποιός: -όν (ποιέω), ύπουλος, αυτός που δελεάζει, πανούργος, αυτός που στήνει παγίδες, σε Σοφ.

Middle Liddell

δολο-ποιός, όν adj ποιέω
treacherous, ensnaring, Soph.