δοξασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A formation of opinions, κατὰ δοξασμόν Chrysipp.Stoic. 2.107.
II glorification, Sm.Is.13.3, Al.2 Ki.22.25.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 opinión κατὰ δοξασμὸν ἢ διάνοιαν Chrysipp.Stoic.2.107.
2 gloria ἐν τῷ δοξασμῷ μου Sm.Is.13.3, Al.2Re.22.25.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, das Meinen, VLL.
Greek Monolingual
ο (AM δοξασμός)
δοξολογία
νεοελλ.
η επίτευξη δόξας
αρχ.
διαμόρφωση γνώμης.