δωδεκάδραχμος
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
δωδεκάδραχμον,
A sold at twelve drachmae, οἶνος D.42.20.
II privileged to pay as poll-tax only twelve drachmae., POxy.258.8 (i A.D.), al.
Spanish (DGE)
-ον
1 que vale doce dracmas οἶνος D.42.20.
2 que paga doce dracmas como impuesto de capitación, de los miembros de la clase privilegiada en la metrópolis del nomo Oxirrinquita μητροπολῖται δωδεκάδραχμοι POxy.258.8 (I d.C.), cf. 2858.19 (II d.C.), 2855.14, PUps.Frid.6.10, PSI 164.14 (todos III d.C.).
German (Pape)
[Seite 693] zwölf Drachmen wert, οἶνος Dem. 42, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de douze drachmes.
Étymologie: δώδεκα, δραχμή.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάδραχμος: стоимостью в двенадцать драхм (οἶνος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδραχμος: -ον, τιμώμενος δώδεκα δραχμῶν, οἶνος Δημ. 1045. 5.
Greek Monotonic
δωδεκάδραχμος: -ον (δράχμη), αυτός που πουλιέται, αξίζει όσο δώδεκα δραχμές, σε Δημ.
Middle Liddell
δωδεκά-δραχμος, ον [δράχμη]
sold at 12 drachmae, Dem.