είντα
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
Greek Monolingual
και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].