είντα

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογήςείντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογήςείντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].