ειδεχθής

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ές (Α εἰδεχθής, -ές)
ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα»)
αρχ.
σάπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + -εχθής < έχθος].