εικονομαχία
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
η (Μ εἰκονομαχία)
1. ο αγώνας εναντίον της προσκυνήσεως τών ιερών εικόνων
2. η μεταρρυθμιστική κίνηση που εκδηλώθηκε στο Βυζάντιο (730-843 μ.Χ.).