εκατονταρχία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
η (AM ἑκατονταρχία)
1. το έργο ή αξίωμα του εκατόνταρχου
2. η διάρκεια της εξουσίας, η θητεία του εκατόνταρχου
3. υποδιαίρεση τών αρχαίων Ρωμαίων, στρατιωτική ή πολιτική, η οποία αποτελείται από εκατό στρατιώτες, πολίτες ή οικογένειες
αρχ.
λόχος από εκατό στρατιώτες.