εκκρούω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
(AM ἐκκρούω)
εκβάλλω με κρούση, εξωθώ
μσν.
1. χτυπώ
2. (για όργανο) παίζω
αρχ.-μσν.
εκτοξεύω, εκσφενδονίζω
αρχ.
1. φυγαδεύω
2. απωθώ, αποκρούω, νικώ
3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί
4. αντικρούω
5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να φύγει από τη σκηνή, γιουχάρω
6. αναβάλλω, ματαιώνω με υπεκφυγές
7. απαλλάσσομαι από κάτι
8. σπάζω
9. μαθ. αφαιρώ από κάτι.