εκκρούω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκρούω)
εκβάλλω με κρούση, εξωθώ
μσν.
1. χτυπώ
2. (για όργανο) παίζω
αρχ.-μσν.
εκτοξεύω, εκσφενδονίζω
αρχ.
1. φυγαδεύω
2. απωθώ, αποκρούω, νικώ
3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί
4. αντικρούω
5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να φύγει από τη σκηνή, γιουχάρω
6. αναβάλλω, ματαιώνω με υπεκφυγές
7. απαλλάσσομαι από κάτι
8. σπάζω
9. μαθ. αφαιρώ από κάτι.