εκπτύω

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπτύω)
1. αποβάλλω φτύνοντας
2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» — ξεστομίζω άκοσμες βρισιές
αρχ.-μσν.
(για θάλασσα) ξεβράζω
αρχ.
1. διαδίδω
2. φτύνω σε έκφραση αηδίας
3. αποστρέφομαι.