εκπτύω

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπτύω)
1. αποβάλλω φτύνοντας
2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» — ξεστομίζω άκοσμες βρισιές
αρχ.-μσν.
(για θάλασσα) ξεβράζω
αρχ.
1. διαδίδω
2. φτύνω σε έκφραση αηδίας
3. αποστρέφομαι.