ἐκπτύω

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπτύω Medium diacritics: ἐκπτύω Low diacritics: εκπτύω Capitals: ΕΚΠΤΥΩ
Transliteration A: ekptýō Transliteration B: ekptyō Transliteration C: ekptyo Beta Code: e)kptu/w

English (LSJ)

fut. -ύσομαι [ῠ] AP5.196 (Mel.):—
A spit out, στόματος δ' ἐξέπτυσεν ἅλμην Od.5.322, cf. APl.c.; of the sea, cast up, ib.6.224 (Theodorid.): metaph., ὥσπερ χαλινὸν τὸν λόγον Plu.2.328c; so, of a ligature, Antyll. ap. Orib.45.24.7 (Pass.); spit or blab out, ἀπόρρητα Ael.NA4.44; of an abortion, ib.12.17 (Pass.).
II spit in token of disgust, Ar.V.792.
2 spit at, abominate, Ep.Gal.4.14.

Spanish (DGE)

I 1escupir c. ac. y gen. στόματος δ' ἐξέπτυσεν ἅλμην πικρήν Od.5.322, c. ac. (λοπίδας κεστρέων) βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος ἐξέπτυσα Ar.V.792, ἐκ δ' ἔπτυσεν αἷμα Theoc.22.98 (tm.), βρόγχον ψυχροῦ (ὕδατος) Arr.Epict.3.12.17, fig. ὥσπερ χαλινὸν τὸν λόγον ἐκπτύσαντες Plu.2.328c, ἀπόρρητα Ael.NA 4.44, πειρασμὸν ... οὐκ ... ἐξεπτύσατε no rechazasteis con desprecio la prueba de tratar a un enfermo Ep.Gal.4.14
en v. med. πνεῦμα ... ἐκπτύσομαι exhalaré el aliento ref. al amor AP 5.197 (Mel.)
medic. expectorar ἢν γὰρ ἐκπτύσῃ τὸ σαπέν Hp.Morb.3.15.
2 expulsar el mar un caracol AP 6.224 (Theodorid.), en v. pas. τὸ ἔμβρυον ... ἐκπτύεται Ael.NA 12.17 (= Democr.A 152).
II en v. med.-pas. desprenderse ὑπὸ ... τῆς βίας ... τοῦ πνεύματος πολλάκις ἐκπτύεται τὰ ῥάμματα Antyll. en Orib.45.24.7.

German (Pape)

[Seite 777] (s. πτύω), ausspucken, ausspeien; στόματος ἐξέπτυσεν ἅλμην, aus dem Munde, Od. 5, 522; Ar. Vesp. 792; übertr., ausplaudern, ὅσα ἀποῤῥητα ἐπιστεύθη Ael. H. A. 4, 44; auswerfen, von Fehlgeburten, ibd. 12, 17; vom Meere, Theodorid. 2 (VI, 224); – verabscheuen, N.T. – Das fut. med. braucht wie das act. Mel. 66 (V, 197).

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέπτυσα;
1 rejeter en crachant, cracher ; fig. ἀπόρρητα ÉL laisser échapper des secrets;
2 rejeter par avortement, avorter.
Étymologie: ἐκ, πτύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπτύω: (aor. ἐξέπτυσα, fut. ἐκπτύσομαι)
1 выплевывать (ἅλμην στόματος Hom.);
2 выбрасывать на берег (ἐξέπτυσε πορθμός, sc. τινά Anth.);
3 сплевывать (от отвращения) (βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος ἐξέπτυσα Arph.);
4 гнушаться, с презрением отвергать (τι NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπτύω: μέλλ. -ύσω, ὡσαύτως -ύσομαι ῠ, Ἀνθ. Π. 5. 107· ἐκπτύω, στόματος δ’ ἐξέπτυσεν ἅλμην Ὀδ. Ε. 322, πρβλ. Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐκστομίζω, διαδίδω ἀκρίτως, ἀπόρρητα Αἰλ. π. Ζ. 4. 44· ἐπὶ ἀποβολῆς ἢ ἐκτρώσεως, αὐτόθι 12. 17. ΙΙ. πτύω εἰς δήλωσιν ἀηδίας, Ἀριστοφ. Σφ. 792· - πτύω πρός τι, βδελύσσομαί τι, Ἐπιστ. π. Γαλάτ. δ΄, 14.

English (Autenrieth)

only aor. ἐξέπτυσε, spat forth, salt water, Od. 5.322†.

English (Strong)

from ἐκ and πτύω; to spit out, i.e. (figuratively) spurn: reject.

English (Thayer)

1st aorist ἐξεπτυσα; to spit out (Homer, Odyssey 5,322, etc.); tropically, to reject, spurn, loathe: τί, καταπτύειν, προσπτύειν, πτύειν, and Philo παραπτύειν; cf. Kypke and Loesner (or Ellicott) on Galatians, the passage cited; Lob. ad Phryn., p. 17.

Greek Monolingual

(AM ἐκπτύω)
1. αποβάλλω φτύνοντας
2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» — ξεστομίζω άκοσμες βρισιές
αρχ.-μσν.
(για θάλασσα) ξεβράζω
αρχ.
1. διαδίδω
2. φτύνω σε έκφραση αηδίας
3. αποστρέφομαι.

Greek Monotonic

ἐκπτύω: μέλ. -ύσω, επίσης -ύσομαι [ῠ]·
I. φτύνω προς τα έξω, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. φτύνω προς δήλωση αηδίας, σιχαίνομαι, σε Αριστοφ.· απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ύσω also -ύσομαι
I. to spit out of, c. gen., Od.
II. to spit in token of disgust, Ar.:— to spit at, abominate, NTest.

Chinese

原文音譯:™kptÚw 誒克-普替哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-唾吐
字義溯源:吐出,唾棄,輕視,鄙視,勉強,拒絕,厭棄;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πτύω)*=吐唾液)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 厭棄(1) 加4:14