εκπυρσοκροτώ

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

(-έω)
κροτώ, αναδίδω ήχο λόγω ανάφλεξης εκρηκτικής ύλης («το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε»).