εκρίπτω

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ (-έω) (Α)
μσν.
1. πετώ μπροστά, απλώνω
2. (για ναυαγούς) εκβράζω
3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους
αρχ.
1. ρίχνω έξω, απορρίπτω
2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία
3. (για λόγια) εκστομίζω
4. (για ρήτορα) αποδοκιμάζομαι, εκδιώκομαι.