ελαχύς
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α)
1. λίγος
2. μικρός
3. βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE lnghw-u-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lengwh- «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός», αβεστ. ragu- «γρήγορος», λατ. levis. Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το επίθετο ελαφρός, πράγμα που δημιούργησε σύγχυση ανάμεσα στη λεξιλογική ομάδα του ελαχύς και σ' εκείνη του ελαφρός. Το επίθετο ελαχύς σχηματίζει συγκριτικό βαθμό ελάσσων (< ελαχ-yων) και υπερθετικό βαθμό ελάχιστος (< ελαχ-ιστος) που χρησιμοποιούνται και ως παραθετικά του επιθέτου μικρός.