ελευθέρια
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
Greek Monolingual
τα (AM ἐλευθέρια)
εορτασμός για την απελευθέρωση από εχθρική κατοχή
αρχ.
1. θυσία που τελείται σε εορτασμό για απελευθέρωση (κάθε πέντε χρόνια στις Πλαταιές σε ανάμνηση της ένδοξης μάχης, στις Συρακούσες για την αποκατάσταση της δημοκρατίας κ.λπ.)
2. γιορτή προς τιμήν του Διονύσου Ελευθερέως.