ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(AM ἐμφωλεύω)
μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος
αρχ.
1. ενεδρεύω, παραμονεύω
2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω.