ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
(AM ἐμφωλεύω)
μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος
αρχ.
1. ενεδρεύω, παραμονεύω
2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω.