εμός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμός, -ή, -όν)- (κτητ. αντων. α' προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ.
β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων»)
αρχ.
(με ουσ.)
1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια της κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ' ἐμὸν αὐτοῦ», Ιλ.)
2. ευνοϊκός για μένα
3. αυτός που με αφορά («ἐμήν... λυγρὴν ἀγγελίην», Ιλ.)
4. (χωρίς ουσ.) δικός μου («οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον» — ο λόγος μου, Ιλ.)
5. α) οἱ ἐμοί
οι δικοί μου, οι συγγενείς μου
β) ἡ ἐμή (γη)
i) η πατρίδα μου
ii) η γνώμη
γ) τὰ ἐμά
η περιουσία μου
δ) «τὸ γ' ἐμόν»
ὅσον αφορά σε μένα
ε) ἐμόν (ἐστι)
είναι δικό μου έργο.