ενδιάθετος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνδιάθετος, -ον)
1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος»)
2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση
3. έμφυτος, φυσικός
4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία της Ἁγίας Γραφῆς» — τα αναγνωρισμένα ως κανονικά από την Εκκλησία
αρχ.
1. αυθόρμητος, απροσποίητος
2. αγαπητός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδιάθετον
φιλική διάθεση.