ενδιαφέρω

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ' ενδιαφέρει τί κάνεις»)
2. απρόσ. ενδιαφέρει
έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα»)
3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε»)
4. μέσ. έχω συμφέρον
5. μέσ. μτφ. δείχνω ερωτική συμπάθεια
6. (η μτχ. εν. ως επίθ.) ενδιαφέρων, -ούσα, -ον
σπουδαίος, σημαντικός («ενδιαφέρουσα είδηση»)
7. φρ. (για γυναίκα) «σε ενδιαφέρουσα κατάσταση» — έγκυος.