ενθύμημα
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
Greek Monolingual
το (AM ἐνθύμημα) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, συλλογισμός
νεοελλ.
(λογ.) συλλογισμός που εκφέρεται ατελώς, στον οποίο δηλ. παραλείπεται ως ευκόλως νοουμένη μία από τις προκείμενες προτάσεις
μσν.- νεοελλ.
αναμνηστικό, ενθύμιο, ανάμνηση, θυμητάρι
αρχ.
1. έννοια, σημασία, νόημα (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη)
2. (στη Λογική του Αριστοτ.) ρητορικός συλλογισμός που απορρέει από πιθανές προτάσεις (σε αντιδιαστολή προς τον αποδεικτικό συλλογισμό)
3. επινόηση, επινόημα, εφεύρεση («Ἀγησίλαος μικρῷ, καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.).