επέοικα

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

ἐπέοικα (Α)
1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ' ἐπέοικε»)
2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»].