επανακαλώ

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπανακαλῶ, -έω)
ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τον επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι»)
μσν.
σώζω
αρχ.-μσν.
1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.)
2. απλώς επικαλούμαι.