επεισφέρω
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
ἐπεισφέρω (Α)
1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)
2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)
3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο
4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)
5. παθ. ἐπεισφέρομαι
ορμώ εναντίον κάποιου
6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).