ἐπιβοσκίς
From LSJ
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, of insects, = προβοσκίς, Arist.PA678b13.
German (Pape)
[Seite 930] ίδος, ἡ, der Saugrüssel der Bienen u. Fliegen, Arist. part. anim. 4, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβοσκίς: ίδος ἡ хоботок (τῶν ἐντόμων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβοσκίς: ἡ, ἐπὶ ἐντόμων, = προβοσκίς, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 6.
Greek Monolingual
ἐπιβοσκίς, η (Α)
προβοσκίδα (τών εντόμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βοσκίς < θ. βοσκο- (βοσκός)
πρβλ. προβοσκίς].