ερίσφηλος

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

ἐρίσφηλος, -ον (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς
σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή της λ. στο ρ. σφάλλω.