ἐρεβεννός
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
ἐρεβεννή, ἐρεβεννόν, Ep.Adj., (Ἔρεβος) dark, gloomy, νύξ Il.8.488, Hes. Op.17, etc.; ἀήρ Il.5.864; νέφεα 22.309. (Never in Od.; cf. ἐρεμνός.)
German (Pape)
[Seite 1022] (ἔρεβος), dunkel, finster, νύξ Il. 8, 488; Hes. O. 17 Th. 213; ἀήρ Il. 5, 864; νέφεα 22, 309; einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sombre, ténébreux.
Étymologie: ἔρεβος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεβεννός: темный, мрачный (νύξ Hom., Hes.; ἀήρ, νέφεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεβεννός: -ή, -όν, (Ἔρεβος) Ἐπικ. ἐπίθ., ζοφερός, σκοτεινός, μαῦρος, νὺξ Ἰλ. Θ. 488, Ἡσίοδ., κτλ.· ἀὴρ Ἰλ. Ε. 864· νέφεα Χ. 309 οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ. - Πρβλ. ἐρεμνός.
English (Autenrieth)
(Ἔρεβος): black (ater), gloomy; νύξ, άηρ, νέφεα, Il. 5.659, Il. 22.309. (Il.)
Spanish
Greek Monolingual
ἐρεβεννός, -ή, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεβεσ-νός (έρεβος)].
Greek Monotonic
ἐρεβεννός: -ή, -όν (Ἔρεβος), ζοφερός, σκοτεινός, μαύρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐρεβεννός, ή, όν Ἔρεβος
dark, gloomy, Il., Hes.
Léxico de magia
-όν oscuro de Hécate ἐρεβεννή, ἄρκυια, νέκυι', Ἑκάτη oscura, tú que tiendes la red, diosa de los muertos, Hécate SM 54 13