ευκληρία

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

εὐκληρία, ἡ (ΑΜ) εύκληρος
καλή τύχη, ευτυχία, ευημερία («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», Ευστ.)
αρχ.
1. καλή κληρονομιά, ευμάρεια, οικονομική άνθηση
2. επιτυχία καλού κλήρου.