εφέτης
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐφέτης)
ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις
νεοελλ.
δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος του εφετείου
μσν.-αρχ.
1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῖς ἐφέταις», Αισχύλ.
β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε», Μηναί.)
2. δικαστής υποθέσεων φόνου
αρχ.
πληθ. oἱ ἐφέται
(στην Αθήνα) αιρετή αρχή δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε περί φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ αἴτιος ᾖ φόνου... ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο ομότυπα σύνθετα με διαφορετική σημασία
το ένα είναι παράγωγο του ρ. ἐφίημι (< επί + ἵημι «ρίπτω»), ενώ το άλλο του ρ. ἐφίεμαι «επιθυμώ». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο εφετμή].