εφεσιβάλλω
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Greek Monolingual
ενεργώ έφεση εναντίον αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου για μεταβίβαση της υποθέσεως σε ανώτερο δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφεσις + βάλλω. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Χιώτη].