εφορία

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. εφορεία.
(II)
εφορία, η (Α)
1. όριο, σύνορο
2. (κατά τον γραμματικό Αρποκρατίωνα) «ἡ ἐπὶ τῶν ὅρων γινομένη προαγόρευσις, ὡς Δημοσθένης διδάσκει ἐν τῷ κατ' Ἀριστοκράτους».
[ΕΤΥΜΟΛ. εφορία (ενν. αγορά), θηλ. του επιθ. εφόριος (< επί + ὅριον), αναφερόμενο στην αγορά (συνέλευση, συνάντηση, αγοραπωλησία) που ελάμβανε χώρα στα όρια, στα σύνορα δήμων, περιοχών κ.λπ.].