εφορεία

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία
νεοελλ.
1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτιεφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»),
2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και τον έλεγχο της εισπράξεώς τους («η Α΄ Οικονομική Εφορία»)
3. συνεκδ. το κατάστημα όπου εδρεύει η υπηρεσία της βεβαιώσεως και εισπράξεως τών φόρων του Δημοσίου
4. συνεκδ. οι έφοροι, η συναρχία τών εφόρων
5. φρ. «Εφορία Υλικού Πολέμου»
α) υπηρεσία του στρατού στο παρελθόν που μεριμνούσε για τη φύλαξη και επισκευή του πολεμικού υλικού
β) το κατάστημα στο οποίο έδρευε η υπηρεσία αυτή
μσν.
1. εκκλ. επισκοπή, επισκοπική περιφέρεια, έδρα επισκόπου
2. επικράτεια, κράτος
αρχ.
1. η αρχή, το αξίωμα του εφόρου στη Σπάρτη
2. εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η συνήθης, επικρατούσα γραφή της λ. στην Αρχαία είναι εφορεία με -ει-, που δείχνει πως η λ. συνδεόταν παραγωγικά προς το εφορεύω μάλλον παρά προς το έφορος, οπότε θα εδικαιολογείτο γραφή με -ι- (εφορία)
πρβλ. μαντεία (< μαντεύω - μάντις), αλλά χειρομαντία (χειρόμαντις), λατρεία (< λατρεύω), αλλά ειδωλολατρία (< ειδωλολάτρης) κ.τ.ό.].