εύωνος
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔωνος, -ον)
αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτός
αρχ.
(για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία.
επίρρ...
ευώνως (Α)
με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωνος (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. υπερ-εύ-ωνος].