εὔωνος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔωνος Medium diacritics: εὔωνος Low diacritics: εύωνος Capitals: ΕΥΩΝΟΣ
Transliteration A: eúōnos Transliteration B: euōnos Transliteration C: eyonos Beta Code: eu)/wnos

English (LSJ)

εὔωνον, of fair price, cheap, Hp.Nat.Mul.59 (Sup.), Epich.42.10, Pl.Euthd.304b (Sup.), D.18.89 (Comp.), PCair.Zen.48.5 (iii B. C.), etc.; ἀείσιτος Epich.34; φίλοι X.Mem.2.10.4 (Sup.); θάνατος AP11.169 (Nicarch.); of persons, εὔ. εἰς ὅ τι μισθοῖντο App.BC2.120: irreg. Comp. εὐωνέστερος Epich.121. Adv. εὐώνως, Sup. εὐωνότατα IG12(3).169 (Astypalaea). [εὐ- short in Hippon.22 B.]

German (Pape)

[Seite 1111] von gutem Preise, wohlfeil; τὸ ὕδωρ εὐωνότατον Plat. Euthyd. 304 b; φίλοι εὐωνότατοι Xen. Mem. 2, 10, 4; σῖτον εὔωνον ὠνούμενοι Dem. 19, 218, u. sonst; νόμισμα Arist.; wie bei uns übertr., z. B. εὔωνα πανταχῆ τὰ κακὰ γέγονε Pol. 4, 35, 15. – Einen compar. εὐωνέστερος erwähnt Ath. X, 424 d aus Epicharm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bon marché, à bas prix;
Cp. εὐωνότερος, Sp. εὐωνότατος.
Étymologie: εὖ, *ὠνέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔωνος: недорогой, дешевый (ὕδωρ Plat.; νόμισμα Arst.; σῖτος Dem.); перен. дешево достающийся (φίλοι Xen.; ἀμαθία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔωνος: -ον, εὐθηνὸς (Γαλλ. à bon marché). Ἐπίχαρμ. 19. Ahr., Δημ. 255. 12, κτλ.· φίλοι Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4· θάνατος Ἀνθ. Π. 11. 169. - Συγκρ. εὐωνότερος, Ὑπερθ. -ότατος, Δημ. 255. 12, Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β· ἀλλ’ ἀνώμ. -νέστερος, Ἐπιχ. παρ’ Ἀθην. 424D. - Ἐπίρρ. -νως, Ὑπερθ. -ότατα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2483.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔωνος, -ον)
αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτός
αρχ.
(για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία.
επίρρ...
ευώνως (Α)
με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωνος (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. υπερ-εύ-ωνος].

Greek Monotonic

εὔωνος: -ον, αυτός που έχει σωστή τιμή, φθηνός (Γαλλ. à bon marché), σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὔ-ωνος, ον
of fair price, cheap (Fr. à bon marché), Xen., Dem., etc.

English (Woodhouse)

cheap, of price

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)