εἰδωλεῖον
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
or εἰδώλιον, τό, idol's temple, LXX 1 Ma.1.47, 1 Ep.Cor.8.10.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -ιον LXX 1Ma.1.47, Cyr.H.Myst.1.8
templo de un ídolo οἰκοδομῆσαι βωμοὺς καὶ ... εἰδώλια LXX l.c., cf. A.Io.38.1, Ps.Callisth.1.33B, λατρεία δέ ἐστι διαβόλου, ἡ ἐν εἰδωλίοις εὐχή culto al diablo es la oración en los templos de ídolos Cyr.H.l.c., κατὰ τὴν θέσιν τοῦ καυθέντος εἰδωλείου Marc.Diac.V.Porph.75, fig. εἴ που εἰ. ᾠκοδόμηται εἰς τὴν καρδίαν Origenes Hom.1.16 in Ier.(p.16).
German (Pape)
[Seite 725] τό, Götzentempel, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temple d'idoles.
Étymologie: εἴδωλον.
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλεῖον: τό языческий храм, капище NT.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλεῖον: τό, ναὸς εἰδώλων, Ἑβδ. (Μακκ. Α. α΄, 47), 1 Ἐπιστ. π. Κορινθ. η΄, 10.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of εἴδωλον; an image-fane: idol's temple.
English (Thayer)
(εἰδώλιον T WH; see Iota), ἐιδωλειου, τό (εἴδωλον, which see; cf. 'Ἀσκληπειον, Ἀπολλωνειον, ἡρακλειον etc. (Winer's Grammar, 95 (90))), an idol's temple, temple consecrated to idols: Sophocles (152Dindorf) in Plutarch, de amico et adul. c. 36 ἑδωλια has of late been restored).
Greek Monolingual
εἰδωλεῖον και εἰδώλιον, το (Α)
ναός ειδώλων.
Greek Monotonic
εἰδωλεῖον: τό (εἴδωλον), ναός ειδώλων, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εἴδωλον
an idol's temple, NTest.
Chinese
原文音譯:e„dwle‹on 誒多累安
詞類次數:名詞(1)
原文字根:覺察 全部 相當於: (אֱלִיל)+ (בַּיִת / בַּת / בֵּית אַשְׁבֵּעַ / בֵּית הַגָּן / בֵּית תֹּוגַרְמָה)
字義溯源:偶像寺院,偶像的廟;源自(εἴδωλον)=偶像);而 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察), (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 偶像廟(1) 林前8:10