εἰσκυλίνδω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκῠλίνδω Medium diacritics: εἰσκυλίνδω Low diacritics: εισκυλίνδω Capitals: ΕΙΣΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: eiskylíndō Transliteration B: eiskylindō Transliteration C: eiskylindo Beta Code: ei)skuli/ndw

English (LSJ)

fut. -κυλίσω [ῑ], roll into, [νήσους] ὤχλισσε καὶ εἰσεκύλισε θαιάσσῃ Call.Del.33: Com., εἰς οἷ' ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα what trouble I've rolled myself into, Ar.Th.651.

Spanish (DGE)

(εἰσκῠλίνδω)
echar a rodar, hacer rodar hacia c. dat. νήσους εἰναλίας εἰργάζετο ... καὶ εἰσεκύλισε θαλάσσῃ Call.Del.33
fig., c. ac. de pers. embrollar, enredar εἰς οἷ' ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα en qué problemas me he enredado yo solo Ar.Th.651, cf. 767, V.1475 (cj., pero v. εἰσκυκλέω).

Russian (Dvoretsky)

εἰσκῠλίνδω: и ἐσκυλίνδω v.l. = εἰσκῠλίω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ, κυλίω εἰς, νήσους ὤχλισσε καὶ εἰσεκύλισσε θαλάσσῃ Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· ἐν κωμ. φράσει, εἰς οἷ’ ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα, εἰς ποίας δυσκολίας ἐκύλισα ἐμαυτόν! Ἀριστοφ. Θεσμ. 651.

Greek Monolingual

εἰσκυλίνδω και εἰσκυλίω (Α)
1. κυλίω μέσα
2. περιπλέκομαι.