ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
εἴληγμαι: Παθ. παρακ. του λαγχάνω.
εἴληγμαι: pf. pass. к λαγχάνω.