εὐλύρας

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλύρας Medium diacritics: εὐλύρας Low diacritics: ευλύρας Capitals: ΕΥΛΥΡΑΣ
Transliteration A: eulýras Transliteration B: eulyras Transliteration C: evlyras Beta Code: eu)lu/ras

English (LSJ)

[ῠ], α, ὁ, = εὔλυρος, epithet of Apollo, Sapph.Supp.20c.5, B.Scol.Oxy.1361 Fr.12, E.Alc.570 (lyr.), Ar.Th.969 (lyr.), Limen. 4.

German (Pape)

[Seite 1079] ὁ, = Folgdm, Apollo, Eur. Alc. 570; Ar. Th. 969.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
dor. c. εὔλυρος.

Russian (Dvoretsky)

εὐλύρᾱς: дор. Eur. = εὔλυρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλύρας: ῠ, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐριπ. Ἄλκ. 570, Ἀριστοφ. Θεσμ. 969.

Greek Monolingual

εὐλύρας, ὁ (Α)
(επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που παίζει καλά τη λύρα, ο εύλυροςΠύθιος εὐλύρας Απόλλων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + λύρα.

Greek Monotonic

εὐλύρας: [ῠ], ὁ, = το επόμ., όνομα του Απόλλωνα, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐ-˘λύρας, ου, = εὔλῠρος, name of Apollo, Eur.]