εὐσυλλόγιστος
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
εὐσυλλόγιστον,
A well-concluded, conclusive, εὐσυλλογιστότερα.. τἀληθῆ Arist.Rh.1355a38.
2 easily inferred, ἔκ τινων πόσον… Plb. 12.18.8, cf. 8.37.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se prête au raisonnement;
Cp. εὐσυλλογιστότερος.
Étymologie: εὖ, συλλογίζομαι.
German (Pape)
leicht zu schließen, zu erraten, τἀληθῆ εὐσυλλογιστότερα καὶ πιθανώτερα Arist. rhet. 1.1.5; αἰτία Plut. Oth. 14; ἐκ τούτων εὐσυλλόγιστον Pol. 12.18.8.
Russian (Dvoretsky)
εὐσυλλόγιστος:
1 легко доказуемый (τὰ ἀληθῆ Arst.; αἰτία Plut.);
2 легко заключаемый, легко выводящийся (ἔκ τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσυλλόγιστος: -ον, εὐκόλως συμπεραινόμενος, βέβαιος, εὐσυλλογιστότερα... τὰ ἀληθῆ Ἀριστ. 1. 1, 12· εὐκόλως ἐξαγόμενος ὡς πόρισμα, ἐκ δὲ τούτων εὐσυλλόγιστον πόσον ὑπῆρχε τὸ βάθος τῶν ἱππέων Πολύβ. 12. 18, 8.
Greek Monolingual
εὐσυλλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.)
2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ-λογίζομαι.