εὐσυλλόγιστος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσυλλόγιστος Medium diacritics: εὐσυλλόγιστος Low diacritics: ευσυλλόγιστος Capitals: ΕΥΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eusyllógistos Transliteration B: eusyllogistos Transliteration C: efsyllogistos Beta Code: eu)sullo/gistos

English (LSJ)

εὐσυλλόγιστον,
A well-concluded, conclusive, εὐσυλλογιστότερα.. τἀληθῆ Arist.Rh.1355a38.
2 easily inferred, ἔκ τινων πόσον… Plb. 12.18.8, cf. 8.37.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se prête au raisonnement;
Cp. εὐσυλλογιστότερος.
Étymologie: εὖ, συλλογίζομαι.

German (Pape)

leicht zu schließen, zu erraten, τἀληθῆ εὐσυλλογιστότερα καὶ πιθανώτερα Arist. rhet. 1.1.5; αἰτία Plut. Oth. 14; ἐκ τούτων εὐσυλλόγιστον Pol. 12.18.8.

Russian (Dvoretsky)

εὐσυλλόγιστος:
1 легко доказуемый (τὰ ἀληθῆ Arst.; αἰτία Plut.);
2 легко заключаемый, легко выводящийся (ἔκ τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυλλόγιστος: -ον, εὐκόλως συμπεραινόμενος, βέβαιος, εὐσυλλογιστότερα... τὰ ἀληθῆ Ἀριστ. 1. 1, 12· εὐκόλως ἐξαγόμενος ὡς πόρισμα, ἐκ δὲ τούτων εὐσυλλόγιστον πόσον ὑπῆρχε τὸ βάθος τῶν ἱππέων Πολύβ. 12. 18, 8.

Greek Monolingual

εὐσυλλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.)
2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ-λογίζομαι.