εὔδωρος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
poet. ἐΰδωρος, ον, generous, Opp.H.2.39.
German (Pape)
[Seite 1063] wohl, reichlich schenkend, ἄρουρα, Opp. H. 2, 39. Auch = Vor., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδωρος: -ον, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 39· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. ΙΙ. 179, 186. ΙΙ. πλουσίως δεδωρημένος, πεπροικισμένος, Παύλ. Σιλ. Ἐκφρ. τῆς Μεγ. Ἐκκλ. 920.
Greek Monolingual
εὔδωρος, -ον (ΑΜ, Α και ποιητ. ἐΰδωρος, -ον)
αυτός που προσφέρει πλουσιοπάροχα δώρα, ο γενναιόδωρος
μσν.
1. αυτός που έχει λάβει πλούσια δώρα
2. φρ. «δῶρον εὔδωρον» — πλούσιο δώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δωρος (< δώρον), πρβλ. άδωρος, ζείδωρος].