εὔλιθος
From LSJ
English (LSJ)
εὔλιθον, of goodly stone, ἄντρον Orph.H.59.4; made of fair stones, J.BJ5.5.6.
German (Pape)
[Seite 1078] aus schönem Stein, ἄντρον Orph. H. 58, 4; Poll. 1, 186.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῐθος: -ον, ὁ ἐκ καλοῦ λίθου, ἄντρον Ὀρφ. Ὕμν. 58. 4· ἐκ λαμπροῦ λίθου κατασκευασθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6.
Greek Monolingual
εὔλιθος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από καλό ή λαμπρό λίθο.