Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
ζάχαρη
1. παθαίνω κρυστάλλωση της ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι»)
2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω
3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα»)
4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές διαχύσεις.