ζηλοσύνη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, poet. for ζῆλος, h.Ap.100.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, H. h. Apoll. 99.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοσύνη: (ῠ) ἡ HH = ζῆλος 2.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζῆλος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 100.
Greek Monolingual
ζηλοσύνη, ἡ (Α) ζήλος
ζήλος, ζηλοτυπία.
Greek Monotonic
ζηλοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί ζῆλος, σε Ομηρ. Ύμν.