ζηλοσύνη

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοσύνη Medium diacritics: ζηλοσύνη Low diacritics: ζηλοσύνη Capitals: ΖΗΛΟΣΥΝΗ
Transliteration A: zēlosýnē Transliteration B: zēlosynē Transliteration C: zilosyni Beta Code: zhlosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. for ζῆλος, h.Ap.100.

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, H. h. Apoll. 99.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοσύνη: (ῠ) ἡ HH = ζῆλος 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζῆλος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 100.

Greek Monolingual

ζηλοσύνη, ἡ (Α) ζήλος
ζήλος, ζηλοτυπία.

Greek Monotonic

ζηλοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί ζῆλος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ζηλοσύνη, ἡ, poet. for ζῆλος, Hhymn.]