ζωογονία
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
ἡ, production of animals, Pl.Epin.980c, Ph.1.14; of living things, Dam.Pr.284; breeding of worms, Thphr. CP 5.9.3; generation, Sor. 1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ζωογονία: ἡ, παραγωγὴ ζώντων, Πλάτ. Ἐπιν. 980C. Φίλων 1. 14 - ζῳογονία, παραγωγὴ σκωλήκων, Λατ. vermiculatio, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 3.
Greek Monolingual
η (Α ζωογονία) ζωογόνος
1. γένεση ή παραγωγή ζωντανών, έμβιων όντων
2. ερμηνεία της αρχής τών ζώντων όντων
νεοελλ.
η εκατοστιαία αναλογία τών παιδιών που γεννιούνται ζωντανά
αρχ.
γενεά.