Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Full diacritics: θᾰνᾰτηρός | Medium diacritics: θανατηρός | Low diacritics: θανατηρός | Capitals: ΘΑΝΑΤΗΡΟΣ |
Transliteration A: thanatērós | Transliteration B: thanatēros | Transliteration C: thanatiros | Beta Code: qanathro/s |
ά, όν, poisonous, βοτάνη Eust.1336.20; γῆ Sch.rec.S.OT181.
[Seite 1186] tödtlich, Eust. 1336, 21.
-ή, -ό (Μ θανατηρός, -ά, -όν)
θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οδυνηρός, πονηρός)].