θαρσοποιός

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσοποιός Medium diacritics: θαρσοποιός Low diacritics: θαρσοποιός Capitals: ΘΑΡΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tharsopoiós Transliteration B: tharsopoios Transliteration C: tharsopoios Beta Code: qarsopoio/s

English (LSJ)

θαρσοποιόν, making confident, Eust.1344.12.

German (Pape)

[Seite 1187] Muth machend, Eust. 1344, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσοποιός: -όν, παρέχων, ἐμποιῶν θάρρος, Εὐστ. 1344. 12.

Greek Monolingual

θαρσοποιός, -όν (Μ)
αυτός που εμπνέει θάρρος, αυτός που παρέχει θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + -ποιός < ποιώ, πρβλ. ζωοποιός, υποδηματοποιός.