θαρσοποιός

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσοποιός Medium diacritics: θαρσοποιός Low diacritics: θαρσοποιός Capitals: ΘΑΡΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tharsopoiós Transliteration B: tharsopoios Transliteration C: tharsopoios Beta Code: qarsopoio/s

English (LSJ)

θαρσοποιόν, making confident, Eust.1344.12.

German (Pape)

[Seite 1187] Muth machend, Eust. 1344, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσοποιός: -όν, παρέχων, ἐμποιῶν θάρρος, Εὐστ. 1344. 12.

Greek Monolingual

θαρσοποιός, -όν (Μ)
αυτός που εμπνέει θάρρος, αυτός που παρέχει θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + -ποιός < ποιώ, πρβλ. ζωοποιός, υποδηματοποιός.