θαυματούργημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, wonder-work, Ph.2.93(pl.), Hld.10.39.
German (Pape)
[Seite 1189] τό, Wunder, Gaukelei, Heliod. 10, 39.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτούργημα: τό, ἔργον θαυμάσιον, θαῦμα, Ἡλιόδ. 10. 39.
Greek Monolingual
το (Α θαυματούργημα) θαυματουργώ
1. έργο αξιοθαύμαστο, αριστούργημα
2. θαύμα.