θεήλατος
English (LSJ)
θεήλατον, (ἐλαύνω)
A driven by a god, θεηλάτου βοὸς δίκην A.Ag.1297; θ. δαίμονες Plu.2.830f.
II sent by a god or caused by a god, of things evil in themselves or in their consequences, φθορή Hdt.7.18; ἔργον, πρᾶγμα, μάντευμα, S.Ant.278, OT255,992; νόσους δ' ἀνάγκη τὰς θ. φέρειν Id.Fr.680; ἔκ τινος θεηλάτου from some destiny, E.Ion1392.
III built for the gods, ἕδραι ib.1306.
German (Pape)
[Seite 1191] von Gott getrieben, βοῦς Aesch. Ag. 1297; von Gott geschickt, verhängt, πρᾶγμα Soph. O. R. 155, μάντευμα 992, vgl. Ant. 278; φθορή Her. 7, 18; συμφορά Eur. Or. 2; vgl. Ap. Rh. 2, 487; D. Hal. 9, 42 u. a. Sp.; – ἕδραι, Ion 1306, = θεῖος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
appelé litt. poussé par la divinité ; fig. envoyé ou inspiré par la divinité (entreprise, affaire, oracle, etc.).
Étymologie: θεός, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
θεήλᾰτος:
1 призываемый богом: βοῦς πρὸς βωμὸν θ. Aesch. телица, гонимая (самим) богом к алтарю (на заклание);
2 по воле богов установленный, богами ниспосланный (πρᾶγμα Soph.; συμφορά Eur.; φθορή Her.; ἆται Plut.);
3 внушенный богом, боговдохновенный (μάντευμα Soph.);
4 посвященный богам, божественный (ἕδραι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) καταδιωκόμενος ὑπὸ θεοῦ τινος, θεηλάτου βοὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1297, πρβλ. Πλούτ. 2. 830F. ΙΙ. πεμπόμενος, προερχόμενος ἐκ τοῦ θεοῦ, ἐπὶ πραγμάτων καθ’ ἑαυτὰ κακῶν ἢ κακὰ ἐχόντων ἀποτελέσματα (ἴδε Θωμ. Μ. 437), φθορὴ Ἡρόδ. 7. 18· ἔργον, πρᾶγμα, μάντευμα Σοφ. Ἀντ. 278, Ο.Τ. 255, 992· νόσους δ’ ἀνάγκη τὰς θ. φέρειν ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 611· ἔκ τινος θεηλάτου, κατά τινα μοῖραν, Εὐρ. Ἴωνι 1391. ΙΙΙ. ἐκτισμένος, κατεσκευασμένος διὰ τοὺς θεούς, θεῖος, ὡς τὸ θεόδμητος, ἕδραι αὐτόθι 1306.
Greek Monolingual
-η, ο (AM θεήλατος, -ον)
1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.)
2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.)
αρχ.
1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό
2. ο κατασκευασμένος για τους θεούς, θείος («θεηλάτους ἕδρας», Ευρ.).
επίρρ...
θεηλάτως (Μ)
μανιωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω). Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
θεήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω),
I. αυτός που κατευθύνεται ή καταδιώκεται από θεό, σε Αισχύλ.
II. ο σταλμένος ή αυτός που έχει προκληθεί από το θεό, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἔκ τινος θεηλάτου, από κάποια μοίρα, σε Ευρ.
III. ο φτιαγμένος, αυτός που έχει κατασκευαστεί για τους θεούς, όπως το θεόδμητος, στον ίδ.
Middle Liddell
θε-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
I. driven or hunted by a god, Aesch.
II. sent or caused by a god, Hdt., Soph.; ἔκ τινος θεηλάτου from some destiny, Eur.
III. built for the gods, like θεόδμητος, Eur.